- τετράγωνος
- -η, -ο / τετράγωνος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.)2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός, σοβαρός (α. «τετράγωνη λογική» β. «τετράγωνο κεφάλι» — θετικός νους, πρακτικό μυαλόγ. «χερσί τε καὶ ποσὶ καὶ νόῳ τετράγωνος τετυγμένος», Σιμων.)νεοελλ.ονομασία που δόθηκε σε πολλούς μυς τού σώματος λόγω τού σχήματός τους (α. «τετράγωνος μηριαίος» β. «τετράγωνος οσφυϊκός» γ. «τετράγωνος τού άνω χείλους»)αρχ.1. αστρολ. αυτός που αποτελεί τετράγωνο με κάποιον άλλο2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Τετράγωνοςπροσωνυμία τού Ερμού3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τετράγωνο4. φρ. α) «ἱμάτιον τετράγωνον» — η χλαίνη η οποία κρεμόταν τετράγωνη, ενώ η χλαμύδα είχε κυκλοτερές σχήμαβ) «τετράγωνος ἀριθμός» — αριθμός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντεςγ) «κύκλος τετράγωνος ταῑς ἐπιφανείαις» — κρίκος που έχει τέσσερεις επιφάνειες τών οποίων το πλάτος τής εσωτερικής και τής εξωτερικής είναι ίσο με το πλάτος τών δύο άλλων επιφανειών (Πτολ.).επίρρ...τετραγώνως ΜΑσε σχήμα τετραγώνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά-γωνος].
Dictionary of Greek. 2013.